fbpx Πέντε χρόνια μετά την μεγάλη έξοδο των Ροχίνγκια, παραμένουν μετέωροι και απάτριδες | msf.gr
prev
next

Γλώσσες

Είστε εδώ

Πέντε χρόνια μετά την μεγάλη έξοδο των Ροχίνγκια, παραμένουν μετέωροι και απάτριδες

Πέντε χρόνια συμπληρώνονται από την ημέρα που πάνω από 700.000 πρόσφυγες Ροχίνγκια αναγκάστηκαν να διαφύγουν από τη Μιανμάρ και να βρουν καταφύγιο στο Μπανγκλαντές. Πέντε χρόνια μετά, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Παραμένουν μετέωροι, απάτριδες και διαβιούν κάτω από απαράδεκτες συνθήκες σε αυτοσχέδιους καταυλισμούς.

© Saikat Mojumder/MSF

Τρία μέλη της κοινότητας Ροχίνγκια που ζουν στον μεγαλύτερο προσφυγικό καταυλισμό του κόσμου, το Cox’s Bazar στο Μπανγκλαντές μιλούν για τη ζωή τους στη Μιανμάρ, μοιράζονται σκέψεις, συναισθήματα και την κρυφή ελπίδα να μπορέσουν κάποτε να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους χωρίς να κινδυνεύουν.

Η μόνη μου ευχή είναι ειρήνη

 

© Saikat Mojumder/MSF 

Η Tayeba Begum είναι μητέρα έξι παιδιών, συμπεριλαμβανομένων δύο δίδυμων πεντάχρονων. Η ίδια έφυγε από την Μιανμάρ το 2017 κουβαλώντας μόνο κάποια ρούχα στην πλάτη της. Τώρα, πέντε χρόνια αργότερα, η Tayeba περιγράφει τη ζωή στον καταυλισμό για τα δίδυμα παιδιά της και για την ίδια. Παρά την επιθυμία της να επιστρέψει στο σπίτι της, λέει πως είναι δύσκολο να γυρίσει στην Μιανμάρ, χωρίς να ξέρει ότι τα δικαιώματά της είναι προστατευμένα.

«Τα δίδυμα κορίτσια μου, η Nur Ankis και η Nur Bahar, ήταν μόνο έξι μηνών, όταν φύγαμε από την πατρίδα μας, τη Μιανμάρ. Το μόνο που είχαμε μαζί μας, ήταν τα ρούχα μας.

Αφού ξεκίνησαν οι δολοφονίες, δεν μπορούσαμε να μείνουμε άλλο στη Μιανμάρ. Έπρεπε να σώσουμε τη ζωή μας. Ο στρατός δολοφονούσε βίαια τους Ροχίνγκια και έκαιγε τα σπίτια τους.

Ήδη δύο χρόνια πριν φύγουμε το 2017, ένας νεαρός άνδρας απήχθη και βασανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ο γιός μου φοβήθηκε και έφυγε για την Ινδία. Είναι ακόμα εκεί.

Όταν έφυγα μαζί με τα μωρά μου, διασχίσαμε ζούγκλες και λασπωμένους δρόμους μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, για να φτάσουμε στο Μπανγκλαντές. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, ειδικά μαζί με τα παιδιά. Αφού περάσαμε τα σύνορα, άνθρωποι ξεκουράζονταν όπου μπορούσαν, αλλά δεν υπήρχε πουθενά καταφύγιο. Καθόμασταν σε θάμνους και κάτω από δέντρα αν έβρεχε πολύ, περιμένοντας και ελπίζοντας σε βοήθεια.

Τρώγαμε οτιδήποτε μπορούσαμε να βρούμε, προκειμένου να επιβιώσουμε. Οι κόρες μου έγιναν αδύναμες και έκαναν εμετό κάθε φορά που προσπαθούσα να τις ταΐσω. Υπέφεραν για πολύ καιρό, καθώς ήταν δύσκολο να βρούμε φάρμακα, όταν φτάσαμε εκεί.

Μερικές μέρες μετά την άφιξη μας στο Cox’s Bazar, ξεκίνησαν να κατασκευάζονται καταφύγια για εμάς, από ύφασμα και μπαμπού. Και τώρα ζούμε εδώ, στα προσφυγικά καταλύματα. Οι δίδυμες κόρες μου είναι πέντε χρονών πια. Πάνε πέντε χρόνια τώρα που ζούμε μέσα στη δυστυχία.

Έχουμε το καταφύγιο, αλλά εκτός απ΄ αυτό, δεν έχουμε πολλά για τα παιδιά. Εξαρτόμαστε από τη βοήθεια άλλων για το φαγητό και ανησυχούμε για το τι θα τα ταΐσουμε και αν αυτό θα είναι αρκετό. Ανησυχούμε για το πώς θα τα ντύσουμε και πώς θα τα μορφώσουμε.

Δεν μπορώ να τους εξασφαλίσω ό,τι χρειάζονται, καθώς δεν έχω χρήματα. Κάποιες φορές τρώω λιγότερο απ΄ όσο πρέπει, γιατί θέλω να πουλήσω το φαγητό που μένει και να αγοράσω κάτι στα παιδιά μου.

Έτσι ζούμε με μισό φαγητό. Διαφορετικά, δεν μπορώ να αγοράσω τίποτα στα παιδιά μου.

Καμιά φορά, έχω νέα του γιού μου από την Ινδία. Μου τηλεφωνεί κάθε δύο ή τρεις μήνες. Δεν έχω κινητό τηλέφωνο, οπότε μπορούμε να μιλήσουμε, μόνο όταν καλεί στο τηλέφωνο κάποιου άλλου.

Έχω χρόνια να τον δω και μου λείπει φρικτά και αυτός και το σπίτι μου στη Μιανμάρ. Ελπίζω και εύχομαι για την ειρήνη. Αν μπορέσουμε ποτέ ξανά να ζήσουμε ειρηνικά στη Μιανμάρ, θα επιστρέψουμε. Γιατί να μην επιστρέψουμε, αν και εφόσον αποδοθεί δικαιοσύνη και μας δοθεί υπηκοότητα; Δεν είναι πατρίδα και για εμάς; Πώς όμως μπορούμε να επιστρέψουμε, εάν τα δικαιώματα μας δεν εξασφαλιστούν; Πού θα ζήσουμε, από τη στιγμή που τα σπίτια μας έχουν καταστραφεί; Πώς μπορούμε να γυρίσουμε, ενώ τα παιδιά μας μπορεί να τα απαγάγουν και να τα σκοτώσουν;

Μπορείτε να μας κρατήσετε εδώ, ή να μας μεταφέρετε σε κάποια άλλη χώρα, δεν θα αρνηθούμε, αλλά δεν θα πάω πίσω στη Μιανμάρ, χωρίς να έχει αποδοθεί δικαιοσύνη.»

Ανησυχώ για τα παιδιά μου και θέλω να χτίσω ένα μέλλον για αυτά

© Saikat Mojumder/MSF 

Ο εικοσιπεντάχρονος Nabi Ullah, έφυγε για το Μπανγκλαντές με την οικογένειά του το 2017. Απ’ αυτό το ταξίδι, δεν επιβίωσαν όλοι όσοι έφυγαν μαζί του. Τώρα πια, πέντε χρόνια αργότερα, ο Nabi Ullah και η σύζυγός του αναλογίζονται πώς θα ήταν αν μπορούσαν να επιστρέψουν στη Μιανμάρ.

«Στη Μιανμάρ, δούλευα ως αγρότης», λέει ο Nabi. «Καλλιεργούσα τη γη επάνω σε λόφους. Δεν υπήρχε ανάγκη να βγάλουμε λεφτά, αφού καλλιεργούσαμε το φαγητό μας.

Όταν ήρθε ο στρατός το 2017, με βασάνισαν και έμεινα αναίσθητος. Τους γείτονές μου τους έσφαξαν και τους έκαψαν, ενώ άλλοι αγνοούνται. Έβαλαν φωτιά σε ολόκληρη τη γειτονιά. Έπρεπε να ξεφύγουμε. Μάζεψα κάποια φάρμακα, μάζεψα τη δύναμή μου και την οικογένειά μου και φύγαμε.»

«Όταν ξεφύγαμε ανάμεσα στους λόφους, περίπου 10 άνθρωποι απ’ αυτούς που ήταν μαζί μας δολοφονήθηκαν», λέει η σύζυγος του Nabi. «Ο σύζυγός μου, οι γονείς του κι εγώ επιβιώσαμε, αλλά η οικογένειά μου δεν τα κατάφερε. Έχασα τους γονείς και τα αδέρφια μου. Έπρεπε να τους αφήσουμε πίσω και να διασχίσουμε τα σύνορα για το Μπανγκλαντές.»

«Αφού περάσαμε τα σύνορα, η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές μας προσέφερε καταφύγιο και φαγητό», λέει ο Nabi. «Μετά μας έστειλαν σε αυτούς τους καταυλισμούς. Μου λείπει η Μιανμάρ».

«Έχω ένα γιό και δύο κόρες. Ο γιός μου γεννήθηκε εδώ, στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. Είναι ενάμιση ετών. Οι κόρες μου γεννήθηκαν στη Μιανμάρ. Η σύζυγός μου είναι τώρα έγκυος».

«Βασιζόμαστε στη βοήθεια άλλων για το φαγητό και ζοριζόμαστε να πληρώσουμε για οτιδήποτε άλλο χρειαζόμαστε, όπως ρούχα για τα παιδιά. Βρισκόμαστε σε μια επείγουσα κατάσταση.»

«Εδώ στα καταλύματα, άνθρωποι υποφέρουν πολύ από πυρετό, διάρροια, πονόλαιμο και άλλες ασθένειες. Όταν ανεβάζω πυρετό, ο λαιμός μου πρήζεται και δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Σε ένα τέτοιο περιστατικό, μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο Kutupalong, με ασθενοφόρο και έμεινα μέσα για τρεις μέρες, επειδή χρειαζόμουν οξυγόνο.

Πηγαίνω στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, κάθε φορά που αισθάνομαι κάποια δυσφορία, στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα φέρνω επίσης και τα παιδιά μου για διάφορες ασθένειες. Ανησυχώ για τα παιδιά μου και για το μέλλον που θα χτίσω για αυτά. Θέλω να μορφωθούν. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πλούτος από την εκπαίδευση. Η ζωή εδώ θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη, όταν τα παιδιά μας μεγαλώσουν χωρίς εκπαίδευση.

Σε όλους μας λείπουν πολύ τα σπίτια μας. Θα είμαστε για πάντα ευγνώμονες στην κυβέρνηση του Μπανγκλαντές, που μας υποστήριξε. Το να ευχαριστούμε την κυβέρνηση δεν θα είναι ποτέ αρκετό. Θέλουμε όμως να πάμε πίσω στα σπίτια μας. Πάντα σκέφτομαι τι θα μπορούσε να μας βοηθήσει να επιστρέψουμε στη Μιανμάρ.

Μπορούμε να επιστρέψουμε, μόνο εφόσον η κυβέρνηση (της Μιανμάρ) μας δεχτεί σαν πολίτες του κράτους και μας επιστρέψει τα σπίτια μας, τη γη και τα χαρτιά μας.»

Η καρδιά μου έχει μείνει πίσω στη Μιανμάρ

© Saikat Mojumder/MSF 

Ο σαρανταπεντάχρονος Hashimullah μια νύχτα πριν φύγει από τη Μιανμάρ, ξύπνησε από έναν θόρυβο από σφαίρες. Το επόμενο πρωί έφυγε. Πέντε χρόνια αργότερα και από το νοσοκομειακό κρεβάτι στις εγκαταστάσεις των Γιατρών Χωρίς Σύνορα του Cox’s Bazar, οι έντονες αναμνήσεις του από τις σκηνές της διαφυγής του, τον κάνουν να αναρωτιέται, αν θα είναι ποτέ πραγματικά ασφαλής, ώστε να γυρίσει πίσω.

«Φτάσαμε στο Μπανγκλαντές το 2017. Ήρθαμε εδώ γιατί οι Ροχίνγκια στη Μιανμάρ συλλαμβάνονταν και δολοφονούνταν.

Οι γειτονιές μας καίγονταν, η μία μετά την άλλη. Βόμβες έπεφταν από αεροπλάνα. Παρακολουθούσαμε αυτήν την κατάσταση για οχτώ ημέρες, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα χαλάρωναν. Αλλά τα πράγματα μόνο χειροτέρευαν.

Μια νύχτα περίπου στις 4.00 π.μ. και ενώ όλοι κοιμόμασταν, ξεκίνησε να βρέχει σφαίρες. Όλοι τρομάξαμε.

Το πρωί είδαμε νεκρά σώματα να επιπλέουν στα κανάλια. Κάποιοι ήταν ακόμα ζωντανοί, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί τους. Ο στρατός κατευθυνόταν προς την περιοχή που κρυβόμασταν. Όλοι φοβήθηκαν για τις ζωές τους και ξεκίνησαν να φεύγουν. Πολλούς Ροχίνγκια τους έσφαξαν.

Αλλά ακόμα και πριν το 2017, απήγαγαν άνδρες, βίαζαν γυναίκες και ο στρατός μας έπαιρνε τα αποθέματα φαγητού.

Την ημέρα που διαφύγαμε, τεράστιος αριθμός ανθρώπων συγκεντρώθηκε στα σύνορα. Άνθρωποι έστελναν βάρκες από το Μπαγκλαντές για εμάς, ώστε να περάσουμε με ασφάλεια.

Ήμασταν μια μεγάλη ομάδα. Πολλοί πνίγηκαν στη θάλασσα ώσπου να φτάσουμε στο Μπανγκλαντές. Εγώ επέζησα και έφτασα στο Shah Porir Dwip (ένα νησί στα σύνορα από την πλευρά  του Μπανγκλαντές). Από εκεί μας μετέφεραν στο Teknaf (στο Cox’s Bazar) με οχήματα, που μας προσέφερε η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές και κάτοικοι της περιοχής μας έδωσαν ορισμένα χρήματα και φαγητό.

Έπειτα μεταφερθήκαμε στο Kutupalong, όπου χωριστήκαμε σε διάφορους προσφυγικούς καταυλισμούς. Στην αρχή δεν είχαμε υλικά για να χτίσουμε έστω ένα καταφύγιο. Στη συνέχεια, όμως, η κυβέρνηση του Μπανγκλαντές μας έδωσε αυτά τα υλικά και ξεκινήσαμε να στήνουμε το καταφύγιο.

Πια βρίσκομαι εδώ πέντε χρόνια. Πριν δύο χρόνια αρρώστησα. Είχα ζαλάδες και αισθανόμουν δυσφορία στο στήθος μου. Αφού έχασα τις αισθήσεις μου, μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στο Kutupalong. Ο γιατρός μου είπε ότι είχα πάθει έμφραγμα. Δέχτηκα θεραπεία εδώ για 16 ημέρες και πράγματι έγινα καλύτερα.

Υποφέρουμε από πολλές παθήσεις εδώ. Τα καταλύματά μας είναι ακόμη πρόχειρα φτιαγμένα και έρμαια των ακραίων καιρικών συνθηκών. Ειλικρινά, χρειαζόμαστε επιπλέον υλικά για τα καταφύγια, αλλά είναι δύσκολο να τα βρούμε, λόγω των περιορισμών μετακίνησης που έχουμε μέσα στους καταυλισμούς. Πλέον έχουν χτιστεί φράχτες και δεν μπορούμε να μετακινούμαστε τριγύρω, όπως προηγουμένως.

Η κυβέρνηση μάς παρέχει κάποια ποσότητα φαγητού, και είμαστε ευγνώμονες για τα πράγματα που λαμβάνουμε, αλλά κάποιες φορές δεν είναι αρκετό και χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αγοράσουμε ψάρι.

Κάποιοι από εμάς εργαζόμασταν ως ψαράδες στη Μιανμάρ και άλλοι ως αγρότες. Μπορεί να έχουμε διαφύγει εδώ, αλλά οι καρδιές μας είναι ακόμα πίσω στα σπίτια μας. Ζούσα στην άκρη του ποταμού. Είχα μια αξιοπρεπή ζωή, είχα μια επιχείρηση και πουλούσα είδη ψαρέματος, ενώ τα παιδιά μου ψάρευαν.

Τότε η Μιανμάρ ήταν ασφαλής για εμάς και μπορούσαμε να μετακινούμαστε τριγύρω. Αλλά δεν μπορούσαμε να απολαύσουμε όσα κερδίζαμε εξαιτίας του στρατού. Αν αγοράζαμε πέντε αγελάδες, έπρεπε να τους δώσουμε τις δύο. Έπρεπε να δώσουμε χρήματα στο στρατό, εάν οι κόρες μας παντρεύονταν.

Ακόμα και αν οι καρδιές μας λαχταρούν να γυρίσουν πίσω, πώς θα μπορούσαμε, εφόσον η ασφάλειά μας δεν είναι διασφαλισμένη; Εάν ο κόσμος αποφασίσει ότι μπορούμε να επαναπατριστούμε με ασφάλεια, μόνο τότε, θα επιστρέψουμε. Αυτό που θέλω είναι να ζήσω και στη Μιανμάρ με αξιοπρέπεια, όπως και εδώ. Χιλιάδες Ροχίνγκια, θέλουν απλά να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα τους και να είναι ασφαλείς στο σπίτι τους».