fbpx Η επιδημία Marburg σκορπά το φόβο στη Βόρεια Αγκόλα | msf.gr
prev
next

Γλώσσες

  • English
  • Ελληνικά

Είστε εδώ

Η επιδημία Marburg σκορπά το φόβο στη Βόρεια Αγκόλα

Νιώθοντας απεγνωσμένοι μπροστά στην επιδημία Marburg που έχει εξαπλωθεί στην περιοχή τους, οι κάτοικοι της πόλης Ουίγκε στην Αγκόλα είτε υποφέρουν σιωπηρά, είτε εκφράζουν την οργή τους, είτε εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Ο αιμορραγικός πυρετός Marburg που είναι παρόμοιος με τον έμπολα, έχει ήδη στοιχίσει τη ζωή σε περισσότερους από 280 ανθρώπους στην περιοχή, ενώ σχεδόν καθημερινά αναφέρονται νέα περιστατικά...

Αντιμέτωποι με μία ασθένεια που μπορεί να μεταδοθεί πολύ εύκολα μέσα από την επαφή με κάποιον που έχει μολυνθεί ή εμφανίζει συμπτώματα, οι περίπου 200.000 κάτοικοι της Ουίγκε θέλουν να μάθουν ποιος ευθύνεται για την επιδημία και μερικές φορές, οι φόβοι τους μετατρέπονται σε οργή. Έτσι υπήρξαν περιπτώσεις που διεθνείς ιατρικές ομάδες λιθοβολήθηκαν από ντόπιους, γιατί ενώ αγωνίζονται κατά της επιδημίας, δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ασθενείς καθώς δεν υπάρχει θεραπεία. Το μόνο μέτρο που μπορούν να λάβουν είναι να απομονώσουν τους ασθενείς που έχουν μολυνθεί προκειμένου να αποφύγουν την εξάπλωση της επιδημίας.  

Καθώς οι ασθενείς που εισάγονται στο νοσοκομείο σπάνια καταφέρνουν να επιβιώσουν, οι οικογένειες αρνούνται να εγκαταλείψουν τους άρρωστους συγγενείς τους και προτιμούν να τους κρατούν κρυμμένους στο σπίτι, κινδυνεύοντας να μολυνθούν κι ίδιοι από την ασθένεια.

Κάθε μέρα η Ζίτα, επισκεπτόταν τον άντρα της Οράσιο, στο Θεραπευτικό Κέντρο για την επιδημία Marburg στο νοσοκομείο της Ουίγκε. Όμως στη γειτονιά της, το Καμπόμπε Βέλο, δεν τολμούσε να πει στους γείτονές τις από τι είχε αρρωστήσει ο άντρας της. «Αν τους έλεγα τι έχει, δε θα ξαναπλησίαζαν το σπίτι μου», λέει η Ζίτα.

Μετά από 13 ημέρες στο νοσοκομείο, ο Οράσιο δεν εμφάνιζε πλέον κανένα σύμπτωμα και επέστρεψε στο σπίτι του. Είναι ένας από τους πρώτους ασθενείς, που φαίνεται να έχει κερδίσει τη μάχη κατά της ασθένειας.

Παρόλα αυτά, για πολλούς κατοίκους της Ουίγκε, το νοσοκομείο της περιοχής παραμένει συνώνυμο με το θάνατο. Όχι μόνο επειδή σχεδόν κανένας από τους επιβεβαιωμένους ασθενείς με marburg δεν επέζησε, αλλά κυρίως γιατί το νοσοκομείο ήταν ένα από τα κεντρικά σημεία όπου ξέσπασε η επιδημία. Στην αρχή ήταν τα παιδιά που πέθαιναν στον παιδιατρικό θάλαμο, ύστερα πέθαιναν οι μητέρες τους και ακολούθησε το ιατρικό προσωπικό. Συνολικά, 16 άτομα έχασαν τη ζωή τους. Και μετά, η ασθένεια εξαπλώθηκε και στους συγγενείς του ιατρικού προσωπικού.

«Ο κόσμος πάντα ψάχνει κάποιον να κατηγορήσει για τους θανάτους», λέει ο πάστορας Αλμπέρτο Μόουζες, ενώ παρακολουθεί τα μέλη των Γιατρών Χωρίς Σύνορα και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας να περισυλλέγουν έναν ακόμα νεκρό στη γειτονιά Πεντρέΐρα. «Λένε πως το Marburg είναι μέσα στο νοσοκομείο, ότι υπάρχουν εκεί μεγάλα αποθέματα αίματος και πως όποιος πλησιάσει το μέρος, πεθαίνει», εξηγεί ο πάστορας. «Πολλοί κάτοικοι έφυγαν για τη Λουάντα (την πρωτεύουσα) ή για τα γύρω χωριά».

Σε ένα από τα πρόχειρα κτίρια του νοσοκομείου, μία ομάδα των ΓΧΣ έχει στήσει ένα Κέντρο Θεραπείας για τους ασθενείς με Marburg. Καλυμμένοι από το κεφάλι μέχρι τα πόδια με στολές βιο-ασφάλειας, οι γιατροί εργάζονται κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Σε συνδυασμό με τον αναπόφευκτο φόβο και την έντονη ζέστη που πρέπει να υπομείνουν, ο ρόλος τους περιορίζεται μόνο στο να συμπορεύονται με τους ασθενείς στο σχεδόν σίγουρο ταξίδι του θανάτου.     

«Είναι πολύ απογοητευτικό», λέει η Νταϊάνα Που, γιατρός των ΓΧΣ. «Μπορούμε μόνο να πλένουμε τους ασθενείς, να τους δίνουμε φαγητό και νερό και να αντιμετωπίζουμε τα συμπτώματά τους».

«Πρέπει να πείσουμε τους εαυτούς μας, πως είμαστε εδώ για να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα δημόσιας υγείας και πρέπει να κρατάμε αποστάσεις από οποιαδήποτε προσωπική προσέγγιση. Ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να απομονώσουμε τα άτομα που έχουν μολυνθεί για να μην κολλήσουν και άλλους με την ασθένεια», προσθέτει ο Λουίς Ενσίνας, ιατρικός συντονιστής.  

Το να πειστεί ο τοπικός πληθυσμός ότι η απομόνωση είναι απαραίτητη, αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Μία ομάδα των ΓΧΣ οργάνωσε πρόσφατα μία συνάντηση με εκπροσώπους από τη γειτονιά Πεντρέΐρα. Η σημασία του να έχεις περιστατικά που καταφθάνουν στο νοσοκομείο -ακόμα κι αν δεν υπάρχει θεραπεία- συζητιόταν για αρκετές ώρες. Τότε πήρε το λόγο ένας ντόπιος παραδοσιακός θεραπευτής: «Έχω βρει θεραπεία. Έχω ήδη θεραπεύσει πέντε ανθρώπους», ισχυρίστηκε, χωρίς όμως να μπορεί να δώσει τα ονόματα των ασθενών. Ξαφνικά, όλοι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση, ακόμα και όσοι φαίνονταν να έχουν πειστεί με την ανάγκη απομόνωσης των ασθενών, άρχισαν να απαιτούν να εφαρμοστεί η μέθοδος θεραπείας του θεραπευτή. Δύο μικρές προτάσεις ήταν τελικά αρκετές για να αντιστρέψουν την πρόοδο που είχε σημειώσει αυτή η συνάντηση.

Πέρα από τα εμπόδια αυτά, οι τοπικές παραδόσεις και τα έθιμα μπορούν να αποδειχθούν «θανάσιμα όπλα». Κατά τη διάρκεια προετοιμασίας μιας κηδείας στη γειτονιά Νγκάνα Καμάνα στις 10 Απριλίου, το πτώμα μιας γυναίκας που ονομαζόταν Μανταλένα, πλύθηκε από την αδερφή της, Άννα, την κουνιάδα της Λίζα, και τη βαφτιστικιά της Ελίζαμπεθ. Και οι τρεις γυναίκες πέθαναν από Marburg. 

«Αν αποδείξουμε ότι η Μανταλένα είχε μολυνθεί, τότε θα είναι σίγουρο ότι ο ιός μεταδόθηκε όταν πλύθηκε το σώμα της», λέει η Έβελιν Ντεπόρτερε, επιδημιολόγος στο Κέντρο Έρευνας των ΓΧΣ (Epicentre). Η Έβελιν διερευνά επίσης το ενδεχόμενο η Μανταλένα να ανήκε σε μία ομάδα πέντε ατόμων, που προέρχονται όλοι από τη γειτονιά  Νγκάνα Καμάνα και που μπορεί να προσβλήθηκαν από Marburg μέσα στο τοπικό Κέντρο Υγείας. Ένα μέλος του ΠΟΥ ανέφερε ότι στο συγκεκριμένο Κέντρο Υγείας οι βελόνες χρησιμοποιούνταν ξανά ύστερα από ένα πρόχειρο πλύσιμο σε ζεστό νερό.  

«Αν συγκρίνεις την περίπτωση αυτή με το AIDS», λέει η Τζοζέφα Ροντρίγκεζ, ψυχολόγος των ΓΧΣ, «στην Ευρώπη, ύστερα από χρόνια προσπάθειας για ενημέρωση, καταφέραμε να μεταβάλουμε κάποιες συμπεριφορές. Εδώ προσπαθούμε να αλλάξουμε τα έθιμα των ανθρώπων μέσα σε δύο εβδομάδες. Και όσο σκληρά και αν προσπαθούμε, είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουμε κάτι τέτοιο».

Στο μεταξύ, και παρά το γεγονός ότι σχεδόν κάθε μέρα αναφέρονται καινούρια περιστατικά, οι κάτοικοι της περιοχής φαίνεται πως επιστρέφουν σιγά-σιγά στην καθημερινή τους ζωή. Οι δρόμοι που πριν από μερικές εβδομάδες ήταν έρημοι, άρχισαν να γεμίζουν ξανά. Οι άνθρωποι δεν καλύπτουν πια τα στόματά τους με τρόμο όταν οι ομάδες των ΓΧΣ περισυλλέγουν νεκρούς. Συνηθισμένοι σε πολλές δυσκολίες, οι κάτοικοι αρχίζουν να δείχνουν σημάδια στωικότητας.

«Στην Αγκόλα έχουμε γνωρίσει τον πόλεμο», λέει η Λίτζια Μαρία Κόστα Πέντρο, διευθύντρια της παιδιατρικής κλινικής του νοσοκομείου της Ουίγκε, «και βγήκαμε από αυτόν αλώβητοι και συνεχίσαμε τη ζωή μας. Ακόμα και αν η επιδημία Marburg σκοτώνει πολλούς ανθρώπους, το σίγουρο είναι ότι θα υπάρξουν και κάποιοι που θα επιζήσουν». Η Λίτζια έχασε εφτά συνεργάτες της εξαιτίας της επιδημίας.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ