fbpx Συνέπειες COVID-19 στη βορειοδυτική Συρία – προαναγγέλουν μια περαιτέρω επιδείνωση στην κατάσταση της υγείας; | msf.gr
prev
next

Γλώσσες

Είστε εδώ

Συνέπειες COVID-19 στη βορειοδυτική Συρία – προαναγγέλουν μια περαιτέρω επιδείνωση στην κατάσταση της υγείας;

Τέσσερις μήνες μετά την επίσημη κήρυξη της COVID-19 σε πανδημία, η νόσος έχει εισέλθει στη Βορειοδυτική Συρία, με το πρώτο περιστατικό να επιβεβαιώνεται στις 9 Ιουλίου 2020. Έκτοτε, δεκαοκτώ ακόμη άτομα έχουν διαγνωσθεί θετικά στην COVID-19 στην περιοχή.

OMAR HAJ KADOUR/MSF

Από αυτά τα περιστατικά, μέχρι στιγμής, περισσότερα από τα μισά είναι εργαζόμενοι στην υγειονομική περίθαλψη οι οποίοι εργάζονταν στα λιγοστά νοσοκομεία που συνεχίζουν να λειτουργούν. Η διεθνής ιατρική ανθρωπιστική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα εκφράζει φόβους για περαιτέρω επιδείνωση ή επιβάρυνση του συστήματος υγείας, το οποίο έχει ήδη καταρρεύσει λόγω του πολέμου.

«Το γεγονός ότι τα πρώτα επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19 προέρχονται από την ιατρική κοινότητα είναι ανησυχητικό, και ακόμη περισσότερο επειδή αυτό συμβαίνει σε ένα μέρος όπως η Βορειοδυτική Συρία», λέει ο Cristian Reynders, συντονιστής πεδίου για τις δράσεις των Γιατρών Χωρίς Σύνορα στη βορειοδυτική Συρία. «Ακόμα και λίγοι γιατροί που απομακρύνονται προσωρινά από την εργασία τους και μπαίνουν σε απομόνωση, μπορούν να κάνουν τεράστια διαφορά όσον αφορά τη συνολική πρόσβαση στην υγεία. Ακόμα και πριν από την πανδημία, οι ανθρώπινοι πόροι ήταν πολύ περιορισμένοι στον τομέα της υγείας: πολλοί γιατροί έχουν φύγει από τη χώρα λόγω του πολέμου και τα νοσοκομεία συχνά πρέπει να “μοιράζονται” το ιατρικό προσωπικό προκειμένου να παραμένουν ανοιχτά και να λειτουργούν».

Δύο από τα νοσοκομεία που είχαν επισκεφθεί πρόσφατα κάποια από τα διαγνωσμένα περιστατικά έκλεισαν προσωρινά και όλο το ιατρικό προσωπικό αυτών των εγκαταστάσεων κλήθηκε είτε να απομονωθεί στο σπίτι είτε να παραμείνει σε καραντίνα στα εν λόγω νοσοκομεία.

Εν τω μεταξύ, οι υπηρεσίες έχουν μειωθεί και σε άλλα νοσοκομεία της βορειοδυτικής Συρίας. Αρχικά οι τοπικές υγειονομικές αρχές ζήτησαν από τα νοσοκομεία να αναστείλουν προσωρινά τις υπηρεσίες εξωτερικών ιατρείων και τις μη επείγουσες χειρουργικές επεμβάσεις. «Από την αρχή της πανδημίας, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ορισμένα εξωτερικά ιατρεία είχαν ήδη κλείσει για εβδομάδες λόγω του φόβου για την COVID-19», λέει ο Reynders. «Φυσικά είναι σημαντικό να ληφθούν προληπτικά μέτρα, αλλά αυτή είναι μια περιοχή που δεν έχει την πολυτέλεια να σηκώσει το βάρος αυτών των μέτρων και είναι σημαντικό να σημειωθεί ο σημαντικός αντίκτυπος στην τακτική παροχή της υγειονομικής περίθαλψης στη βορειοδυτική Συρία.»

«Εδώ και αρκετό καιρό ανησυχούμε για τις πιθανές συνέπειες της COVID-19 στο Ιντλίμπ. Αλλά το γεγονός ότι βασικές υπηρεσίες έχουν κλείσει προσωρινά ή έχουν μειωθεί και ότι αντιμετωπίζουμε ακόμη περισσότερες ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού από ό, τι πριν από την πανδημία, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό». Καθώς το ιατρικό προσωπικό εργάζεται σε αρκετές δομές υγείας σε διαφορετικές τοποθεσίες (περιοχές Αζάζ, Σαρμάντα και Αντ Ντάνα) στις επαρχίες Χαλέπι και Ιντλίμπ, ο ιός μπορεί να έχει ήδη μεταδοθεί σε μια πιο εκτεταμένη περιοχή.

Οι γιατροί που παρακολουθούν τα θετικά περιστατικά αναφέρουν ότι ο έλεγχος και η ιχνηλάτηση των επαφών είναι σε εξέλιξη προκειμένου να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την εξάπλωση του ιού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε ένα περιβάλλον όπως η βορειοδυτική Συρία όπου περίπου 2,7 εκατομμύρια άνθρωποι είναι εκτοπισμένοι, οι περισσότεροι ζουν σε υπερσυνωστισμένους καταυλισμούς όπου οι συνθήκες ύδρευσης και αποχέτευσης είναι δύσκολες και η διατήρηση φυσικής απόστασης είναι αδύνατη.

Επιπλέον, αυτή είναι μία περιοχή στην οποία, όπως γνωρίζουμε από τις κινητές μας κλινικές και τις δραστηριότητες υποστήριξης των νοσοκομείων, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που είναι ιατρικά ευάλωτοι στις συγκεκριμένες συνέπειες της νόσου COVID-19, άτομα που είναι ηλικιωμένα ή έχουν υποκείμενα χρόνια νοσήματα όπως είναι ο διαβήτης.

«Υπάρχει ένα πραγματικό ζήτημα με τη δυνατότητα διεξαγωγής διαγνωστικών τεστ στη ΒΔ Συρία», λέει ο Reynders. «Πολύ λίγα τεστ ήταν διαθέσιμα και οι αυξανόμενοι έλεγχοι μετά από τα επιβεβαιωμένα περιστατικά εξαντλούν γρήγορα τα διαθέσιμα τεστ. Εάν εξαντληθούν, υπάρχει πιθανότητα γρήγορης εξάπλωσης στους καταυλισμούς όπου θα είναι αδύνατο να εντοπιστούν τα περιστατικά και να αναχαιτιστεί η εξάπλωση. Και αυτή η προοπτική έχει ανησυχητικές συνέπειες για τα πιο ευάλωτα άτομα - τους ηλικιωμένους και τα άτομα με μη μεταδοτικές ασθένειες – οι οποίοι πρέπει να έχουν προτεραιότητα στη διανομή κιτ υγιεινής και σε άλλα προληπτικά μέτρα προκειμένου να προστaτευθούν από τον ιό. "