fbpx Σουδάν: οι ΓΧΣ προσφέρουν ιατρική περίθαλψη σε χιλιάδες ανθρώπους σε χωριό του Νταρφούρ | msf.gr
prev
next

Γλώσσες

  • English
  • Ελληνικά

Είστε εδώ

Σουδάν: οι ΓΧΣ προσφέρουν ιατρική περίθαλψη σε χιλιάδες ανθρώπους σε χωριό του Νταρφούρ

Συνέντευξη (σε δύο μέρη) με το δρ. Ματίας Χρούμπαϊ, Γερμανό εθελοντή των ΓΧΣ που εργάζεται στο Νταρφούρ του Σουδάν

Μέρος 1ο

«Το στήσιμο της κλινικής ήταν πρόκληση. Αρχίσαμε τις προετοιμασίες μόλις έφτασα εκεί, βρίσκοντας το χώρο για την κλινική και στη συνέχεια σχεδιάζοντας και κατασκευάζοντας το κτίριο με υλικά που προμηθευτήκαμε από την ντόπια αγορά. Παραγγείλαμε τα φάρμακα και τα εφόδια που θα χρειαζόμασταν και αρχίσαμε να προσλαμβάνουμε προσωπικό για να προχωρήσουμε. Η μεγαλύτερη δυσκολία δεν ήταν το κτίσιμο της κλινικής, αλλά η προσπάθεια να βρούμε εκπαιδευμένο προσωπικό και τους μεταφραστές που θα χρειαζόμασταν για να τη λειτουργήσουμε. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε συντηρητικά, χτίζοντας μόνο ένα κτίριο από ξύλα και άχυρα, που ονομάζεται «ρακούμπα». Ξεκινήσαμε με αυτό το κτίριο, μερικά τραπέζια, πάγκους και στρώματα καθώς και ένα μικρό φαρμακείο»

δρ. Ματίας Χρούμπαϊ

Στο πρώτο μέρος της συνέντευξης ο δρ. Χρούμπαϊ περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζεται, και το στήσιμο της πρώτης μονάδας υγείας των ΓΧΣ στην πόλη.

«Είμαι αγροτικός γιατρός στη Γερμανία. Αυτή είναι η δεύτερη αποστολή μου με τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα. Η πρώτη ήταν σε ένα πρόγραμμα μετά την επείγουσα κατάσταση στη Σιέρα Λεόνε, από το 2002 έως το 2003.

«Όταν άκουσα για πρώτη φορά ότι ίσως πήγαινα στο Νταρφούρ, σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δουλέψω σε ένα επείγον πρόγραμμα και γνώριζα ότι υπήρχαν μεγάλες ανάγκες. Ήμουν προετοιμασμένος να συναντήσω το χάος και δύσκολες συνθήκες ασφάλειας και διαβίωσης, και σίγουρα πολύ πόνο.

«Θα ήμουν υπεύθυνος για το στήσιμο μιας κλινικής στο Κας, επειδή το σύστημα υγείας ήταν πολύ περιορισμένο και ανίκανο να αντιμετωπίσει τους τεράστιους αριθμούς εκτοπισμένων που έφτασαν στην πόλη κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Οι ΓΧΣ λειτουργούσαν ήδη εκεί ένα Κέντρο Θεραπευτικής και ένα Κέντρο Συμπληρωματικής Σίτισης, αλλά υπήρχε πραγματική ανάγκη για μια κλινική πρωτοβάθμιας περίθαλψης.

«Όταν πρωτοέφτασα στο Κας, εντυπωσιάστηκα από το περιβάλλον στην πόλη. Εδώ οι εκτοπισμένοι δε ζουν σε μεγάλους καταυλισμούς, όπως σε άλλα σημεία του Νταρφούρ, αλλά αναμειγνύονται με τους ντόπιους. Κάποιοι συγκεντρώνονται σε μικρούς καταυλισμούς, ενώ άλλοι ζουν με οικογένειες που τους φιλοξενούν. Στο Κας ζουν σχεδόν 80.000 άνθρωποι, αλλά παρ' όλα αυτά η πόλη εξακολουθεί να μοιάζει σαν να έχει 20.000 κατοίκους, καθώς οι άνθρωποι είναι όλοι συγκεντρωμένοι μαζί.

«Πολλοί ζουν σε μικρά καταλύματα που έχουν φτιαχτεί από ξύλα και φύλλα πλαστικού. Όταν έφτασα εκεί, υπήρχαν κάποιοι καταυλισμοί όπου οι άνθρωποι είχαν καταλύματα καλυμμένα με φύλλα πλαστικού και κάποιοι άλλοι δεν είχαν τίποτε άλλο παρά ένα τετραγωνικό μέτρο πλαστικού. Ολόκληρες οικογένειες επτά, οκτώ ή εννέα ανθρώπων, ζούσαν στο χώρο μιας σκηνής στην οποία θα χωρούσαν ένας ή δύο άνθρωποι στην Ευρώπη. Οι συνθήκες διαβίωσης εξακολουθούν να καλύπτουν μόνο τις πολύ βασικές ανάγκες.

«Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι οι άνθρωποι ήταν πολύ φοβισμένοι και ανήσυχοι για το μέλλον τους και όσα επρόκειτο να συμβούν. Όλοι έμοιαζαν να έχουν μια ιστορία να διηγηθούν για το πώς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους.

«Οι περισσότεροι από τους εκτοπισμένους διηγούνται ότι μια μέρα ή νύχτα, το χωριό τους δέχθηκε επίθεση, τα σπίτια τους καταστράφηκαν, οι γυναίκες βιάστηκαν και πολλοί άντρες σκοτώθηκαν. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή χωρίς να πάρουν μαζί τους σχεδόν τίποτε. Μιλούν για το πώς βρήκαν καταφύγιο στο Κας, αλλά εξακολουθούν να ανησυχούν για το πόσο θα μπορέσουν να μείνουν ακόμη εκεί, εάν θα δεχθούν επίθεση εδώ, στην πόλη, και πώς θα καταφέρουν να βρουν αρκετή τροφή και τα λίγα πράγματα που χρειάζονται για να επιβιώσουν. Άνθρωποι από το ίδιο χωριό προσπάθησαν να μείνουν μαζί όταν τράπηκαν σε φυγή και τώρα έχουν δώσει στους καταυλισμούς στο Κας τα ονόματα των χωριών στα οποία κάποτε ζούσαν. Το να μένουν μαζί, τους δίνει μια αίσθηση ασφάλειας καθώς μοιάζει με την κοινωνική δομή που γνωρίζουν.

«Το στήσιμο της κλινικής ήταν πρόκληση. Αρχίσαμε τις προετοιμασίες μόλις έφτασα εκεί βρίσκοντας το χώρο για την κλινική και στη συνέχεια σχεδιάζοντας και κατασκευάζοντας το κτίριο με ντόπια υλικά. Παραγγείλαμε τα φάρμακα και τα εφόδια που θα χρειαζόμασταν και αρχίσαμε να προσλαμβάνουμε προσωπικό για να ξεκινήσουμε. Η μεγαλύτερη δυσκολία δεν ήταν το χτίσιμο της κλινικής, αλλά η προσπάθεια να βρούμε εκπαιδευμένο προσωπικό και τους μεταφραστές που θα χρειαζόμασταν για να τη λειτουργήσουμε. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε συντηρητικά χτίζοντας μόνο ένα κτίριο από ξύλα και άχυρα, που ονομάζεται «ρακούμπα». Ξεκινήσαμε με αυτό το ένα κτίριο, μερικά τραπέζια, πάγκους και στρώματα καθώς και ένα μικρό φαρμακείο».

«Οι άνθρωποι αναζητούσαν απεγνωσμένα ιατρική περίθαλψη. Όλοι μας ζητούσαν να ανοίξουμε μια κλινική το συντομότερο δυνατόν. Μας παρακολουθούσαν να κτίζουμε την κλινική και όλοι στην πόλη ήξεραν ότι θα παρείχαμε ιατρική περίθαλψη. Έτσι, το πρώτο πρωί που ανοίξαμε, στα μέσα Ιουλίου, έξω από την πόρτα περίμεναν περίπου 400 έως 500 άνθρωποι. Δυσκολευτήκαμε πολύ να ελέγξουμε το πλήθος γιατί όλοι ζητούσαν απεγνωσμένα ιατρική φροντίδα. Χρειαστήκαμε μερικές ημέρες για να εφεύρουμε ένα σύστημα για την οργάνωση της ροής των ασθενών στην κλινική. Αναγκαστήκαμε ακόμη και να κλείσουμε για μισή ημέρα, γιατί ο κόσμος ήταν τόσος πολύς που οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να ποδοπατούν ο ένας τον άλλο.

«Ανοίξαμε την κλινική για όλους: εσωτερικά εκτοπισμένους και μόνιμους κατοίκους του Κας. Περιθάλπουμε όποιον έρθει. Μετά από λίγο, το μήνυμα άρχισε να κυκλοφορεί και αρχίσαμε να βλέπουμε ανθρώπους να έρχονται από μακριά, ακόμη και από απόσταση 30 χιλιομέτρων, για περίθαλψη. Επίσης βλέπαμε όλο και περισσότερους ντόπιους.

«Τις πρώτες εβδομάδες, εξετάζαμε έως και 200 έως 250 ανθρώπους την ημέρα. Εκείνη την περίοδο υπήρχε μόνο ένας ντόπιος γιατρός κι εγώ. Δουλεύαμε φτάνοντας καθημερινά τα όριά μας, αλλά παρ' όλα αυτά αναγκαζόμαστε στο τέλος της ημέρας να στέλνουμε έως και 200 ανθρώπους στο σπίτι τους. Τουλάχιστον, όταν δουλεύεις όσο πιο σκληρά μπορείς, ξέρεις ότι έκανες ό,τι μπορούσες, ακόμη και εάν εξακολουθείς να είσαι υποχρεωμένος να διώχνεις ανθρώπους. Δεν είναι ευχάριστο συναίσθημα, όταν έχεις τόσους πολλούς ανθρώπους να περιμένουν που είναι δύσκολο να επιλέξεις τους πιο σοβαρά ασθενείς. Πάντα ξέρεις ότι ανάμεσα σε αυτούς που διώχνεις είναι κάποιοι πραγματικά άρρωστοι που μπορεί να περίμεναν δύο ή τρεις ημέρες μόνο για να δουν ένα γιατρό. Είχαμε ανθρώπους στημένους στην ουρά στις δύο και στις τρεις το πρωί, μόνο και μόνο για να είναι στην αρχή της όταν θα άνοιγε η κλινική στις οκτώ το πρωί.

«Μετά από δουλειά μερικών ημερών συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε αρκετό χώρο, κι έτσι φτιάξαμε κι άλλες ρακούμπα και αναδιοργανώσαμε την κλινική για να κάνουμε τη ροή των ασθενών πιο αποτελεσματική. Συνεχίζουμε να δουλεύουμε για τη βελτίωση των υπηρεσιών μας και κάθε ημέρα έχουμε κάτι παραπάνω να κάνουμε.

«Πολύ νωρίς έγινε σαφές ότι χρειαζόμασταν ένα χώρο παρακολούθησης στον οποίο θα παρέμεναν οι ασθενείς κατά τη διάρκεια της ημέρας, ώστε να μπορούμε να τους χορηγούμε ενέσεις και ενδοφλέβιους ορούς και ταυτόχρονα, να τους έχουμε κάτω από ιατρική παρακολούθηση. Στη αρχή, απλά ξάπλωναν στο πάτωμα ανάμεσα στους χώρους εξέτασης, αλλά τώρα έχουμε μια «ρακούμπα» παρακολούθησης με εννέα κρεβάτια, καθώς και χώρους για να κάνουμε επιδέσεις και να χορηγούμε δια στόματος, άλατα ενυδάτωσης.

«Στήσαμε επίσης δύο χώρους που χρησιμοποιούνται από μία μαία, η οποία ήρθε να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα προγεννητικής φροντίδας, καθώς είδαμε πολλές εγκύους με προβλήματα, στις οποίες δεν μπορούσαμε να παράσχουμε πολλές φροντίδες. Τώρα θα είμαστε σε θέση να το κάνουμε.

«Η μεγαλύτερη πρόκληση αυτήν τη στιγμή είναι ότι δεν έχουμε κάποια εγκατάσταση διανυκτέρευσης και στο τέλος της ημέρας πρέπει να στείλουμε τους ασθενείς στο σπίτι τους. Στο Κας ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 10 το βράδυ και η κατάσταση ασφάλειας συνεχίζει να καθιστά την παραμονή μας στην κλινική τη νύχτα πολύ επικίνδυνη. Έτσι, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να στέλνουμε τους ασθενείς στο σπίτι τους στο τέλος της ημέρας -ακόμη και εάν είναι πολύ άρρωστοι- χωρίς επίβλεψη, και να ελπίζουμε ότι θα επιστρέψουν την επόμενη ημέρα. Δυστυχώς, δεν έρχονται πάντα πίσω και είναι φοβερό να μην ξέρεις τι τους έχει συμβεί. Μερικές φορές ακούμε ότι πέθαναν ή ότι δεν είχαν τα χρήματα να πληρώσουν για ένα κάρο με γαϊδουράκι για να τους ξαναφέρει στην κλινική.

«Για παράδειγμα, είχαμε ένα 16χρονο αγόρι που ήταν πολύ άρρωστο με εγκεφαλική ελονοσία που έφτασε στην κλινική σε κωματώδη κατάσταση στις 3:00 το απόγευμα. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να του κάνουμε ενέσεις και να τον στείλουμε σπίτι, χωρίς να ξέρουμε τι θα του συμβεί. Η οικογένειά του δεν ήταν από την πόλη και ήταν αναγκασμένη να μένει σε φίλους που είχαν κάποιο κατάλυμα. Ήταν μεγάλη ανακούφιση όταν την επόμενη ημέρα τον είδαμε στην κλινική, καθιστό. Τρεις μέρες αργότερα μπορούσε πάλι να περπατάει και να τρώει. Αυτό ήταν μια πολύ θετική εξέλιξη, αλλά δεν είναι πάντα έτσι.

«Είχαμε επίσης την περίπτωση ενός παιδιού ενάμισι έτους που έπασχε από σοβαρή πνευμονία και είχε μείνει όλη την ημέρα στην κλινική, σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Παρ' όλα αυτά ελπίζαμε ότι θα τα έβγαζε πέρα τη νύχτα. Αλλά την επόμενη ημέρα, όταν δεν εμφανίστηκε, αρχίσαμε να υποπτευόμαστε ότι κάτι πήγε στραβά.

«Την επόμενη ημέρα ήρθε η μητέρα του και μου ζήτησε ένα πιστοποιητικό θανάτου. Το παιδί είχε πάθει σπασμούς και πέθανε στις δύο το πρωί. Εξαιτίας της απαγόρευσης κυκλοφορίας, η μητέρα δεν μπορούσε να καλέσει κανέναν ή να πάει πουθενά. Ποτέ δεν ξέρεις βέβαια, αλλά εάν μπορούσαμε να κρατήσουμε το παιδί τη νύχτα και να του δώσουμε ορό με γλυκόζη, μπορεί να τα κατάφερνε. Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε. Δυστυχώς, δεν είναι το μόνο παράδειγμα τέτοιου είδους.

«Στη Γερμανία, εργάζομαι ως γενικός γιατρός σε ένα χωριό. Πιστεύω ότι αυτό με προετοίμασε καλά για τη δουλειά που κάνω με τους ΓΧΣ εδώ στο Νταρφούρ. Ακόμη και σε ένα χωριό στην πατρίδα μου πρέπει να έχεις ευρείες ιατρικές γνώσεις και να μπορείς να κάνεις τα πάντα, να αναγνωρίζεις απλά έως πολύ σοβαρά προβλήματα, να πραγματοποιείς ακόμη και μικρές χειρουργικές επεμβάσεις.

«Η μεγάλη διαφορά είναι ότι εκεί, υπάρχει πάντα η δυνατότητα να παραπέμψεις έναν ασθενή σε κάποιο νοσοκομείο ή σε κάποιον ειδικό, όταν δεν ξέρεις πλέον τι άλλο να κάνεις. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς να κάνεις εδώ. Πρέπει να αντιμετωπίσεις όλα τα προβλήματα που συναντάς στο δρόμο σου. Πρέπει κάθε στιγμή να αυτοσχεδιάζεις. Δεν έχεις πάντα τα φάρμακα ή τον εξοπλισμό που χρειάζεσαι, αλλά παρ' όλα αυτά πρέπει να περιθάλπεις κάθε ασθενή που έρχεται να σε δει, κάνοντας ό,τι μπορείς».

Συνέντευξη στην Κρις Τόργκεσον στο Κας, Ν. Νταρφούρ