fbpx «Είμαστε ζωντανοί και αυτό είναι που μετράει» | msf.gr
prev
next

Languages

  • English
  • Ελληνικά

You are here

«Είμαστε ζωντανοί και αυτό είναι που μετράει»

{mosimage} 
Φωνές από τα υψίπεδα του Νταρφούρ
Ανακοίνωση- Σε ένα μικρό οροπέδιο ψηλά στα υψίπεδα της οροσειράς Τζεμπέλ Μάρα στοκεντρικό Νταρφούρ, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (ΓΧΣ) έχουν δημιουργήσει μία νέα κλινική.Αυτή η περιοχή κατοικείται κυρίως από ανθρώπους της φυλής Φουρ. Τατέσσερα τελευταία χρόνια ο πληθυσμός έχει διογκωθεί από 45.000άνθρωπους που έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους μετά από βομβαρδισμούςκαι επιθέσεις.  

Η κλινική των ΓΧΣ, που βρίσκεται στο χωριό Φεϊνά (Feina), είναι το μόνο ιατρικό κέντρο που λειτουργεί μέσα σε μία περιοχή 10.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Όλες οι άλλες κλινικές της περιοχής έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές ή έχουν καταστραφεί ολοσχερώς από τις συγκρούσεις που μαίνονται στην περιοχή, ενώ το ιατρικό προσωπικό τις έχει εγκαταλείψει. Εκτός από την εξέταση ασθενών που υποφέρουν από διάρροια, λοιμώξεις του αναπνευστικού, προβλήματα στα μάτια και άλλες ασθένειες (κατά μέσο όρο 130 περιστατικά την ημέρα), η κλινική παρέχει επίσης φροντίδα σε εγκύους. Καθώς έχουν παρατηρηθεί ανησυχητικά σημάδια υποσιτισμού σε μωρά και μικρά παιδιά, που πιθανόν προκαλούνται από την έλλειψη καθαρού πόσιμου νερού και τροφίμων, η ομάδα έχει δημιουργήσει και ένα επισιτιστικό κέντρο. Μέσα σε ένα μήνα από τότε που άνοιξε, η κλινική έχει δεχτεί 89 σοβαρά υποσιτισμένα παιδιά.    

Βομβαρδισμένα χωριά
Στη Τζεμπέλ Μάρα, οι άνθρωποι ζουν παραδοσιακά σε μικρούς οικισμούς διασκορπισμένους μέσα στα βουνά. Αντί να συγκεντρώνονται σε μεγάλους καταυλισμούς όπως συμβαίνει σε άλλες περιοχές του Νταρφούρ, οι εκτοπισμένοι έχουν εγκατασταθεί διάσπαρτα σε όλη την περιοχή. Νιώθουν ότι έτσι είναι πιο ασφαλείς από τα αεροπλάνα που βομβάρδισαν τα χωριά τους. Περίπου οι μισοί από αυτούς έχουν φτάσει στην περιοχή από το Δεκέμβριο, ερχόμενοι από τις ανατολικές περιοχές της Τζεμπέλ Μάρα, που πλήττονται από συνεχείς επιθέσεις. Χρειάστηκε να ταξιδέψουν αρκετές μέρες με γαϊδούρια ή πεζοί για να φτάσουν σε αυτές τις ασφαλέστερες περιοχές.      

Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν χάσει όλα τους τα υπάρχοντα: σπίτια, προσωπικά αντικείμενα και ζώα. Είναι αναγκασμένοι να εξαρτώνται από τη φιλοξενία και τη γενναιοδωρία των κατοίκων στα χωριά όπου κατέφυγαν. Πρέπει να μοιραστούν το φαγητό, τη στέγη και μερικές φορές και τη γη μαζί τους. Οι εκτοπισμένοι προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην μαζεύοντας χόρτα για βοσκή, νερό και ξύλα για φωτιά, και πουλώντας τα στην αγορά ή προσπαθούν να βγάλουν μεροκάματο ως χτίστες, φτιάχνοντας τσάι, εργάτες στα χωράφια ή όπου αλλού.

Κατσικόδρομοι
Υπάρχουν άνθρωποι που ταξιδεύουν πάνω από δώδεκα ώρες με γαϊδουράκι για να φτάσουν στην κλινική των ΓΧΣ. Σε αυτή την απότομη ορεινή περιοχή, δεν υπάρχουν δρόμοι, μόνο χωμάτινα μονοπάτια. Προκειμένου να κάνει προσιτή στους κατοίκους της περιοχής τη βασική ιατρική περίθαλψη και να αντιμετωπίσει τον υποσιτισμό που πλήττει κυρίως τα μικρά παιδιά, η ομάδα των ΓΧΣ έχει ξεκινήσει τη λειτουργία Κινητών Ιατρικών Μονάδων σε διάφορες περιοχές που απέχουν από την κλινική μέχρι και οχτώ ώρες δρόμο με γαϊδούρι.
 
Ένας από τους νοσηλευτές, που εργάζεται με τους ΓΧΣ εδώ και ένα μήνα, ανήκει και ο ίδιος στους εκτοπισμένους και δηλώνει πολύ ευχαριστημένος με την πρακτική εκπαίδευση που έχει λάβει. «Επειδή τώρα μπορώ να βοηθήσω περισσότερο τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν τις αρρώστιες. Μπορώ να συμβουλεύω τους δικούς μου για την υγεία τους. Οι ΓΧΣ πρέπει να είναι δίπλα στους ανθρώπους. Σε περίπτωση επείγοντος, είμαστε έτοιμοι να ανταποκριθούμε

Ενέργεια και ζωντάνια
Η Λέιλα είναι μία πρόσχαρη 25χρονη κοπέλα. Όταν ακούς την ιστορία της, απλά αναρωτιέσαι από πού αντλεί την ενεργητικότητα και τη ζωντάνια της. Κατέφυγε στη Φεϊνά (Feina) πριν από τρία χρόνια όταν επιτέθηκαν στο χωριό της και έκαψαν το σπίτι της. Ο άντρας της σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Η ίδια το έσκασε μαζί με τα έξι παιδιά της και σχεδόν για ένα χρόνο ζούσε στην ύπαιθρο κάτω από δέντρα. «Η βροχή έπεφτε πάνω μας. Πριν από δύο χρόνια, χτίσαμε ένα μικρό σπίτι, αλλά ακόμα μπάζει νερά.» Η Λέιλα δουλεύει πολύ σκληρά για να ζήσει την οικογένειά της. Τη μια μέρα πάει στο δάσος για να μαζέψει ξύλα και χόρτα για να τα πουλήσει στην αγορά ενώ οι γείτονες προσέχουν τα παιδιά της. Την άλλη κάθεται στην ουρά για να γεμίσει μπιτόνια με νερό, που αργότερα θα πουλήσει και πάλι στην τοπική αγορά. Την ημέρα που μια ανθρωπιστική οργάνωση έκανε καταγραφή για επισιτιστική βοήθεια, η Λέιλα έλειπε δουλεύοντας στο δάσος. «Η ζωή εδώ είναι πολύ δύσκολη και δεν έχουμε αρκετά τρόφιμα. Δε μας διανέμουν τρόφιμα. Δεν ήμουν εδώ όταν έδωσαν τα δελτία διανομής τροφίμων. Είναι πολύ δύσκολο.»

«Πριν ζούσαμε καλά»

Η Φαντίλα (Fadilah) εγκαταστάθηκε στην περιοχή μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της πριν από τέσσερις μήνες, όταν βομβάρδισαν το χωριό της. «Όταν ακούσαμε τον ήχο του αεροπλάνου φύγαμε γρήγορα αλλά εγώ ήμουν έγκυος. Έπεσα κάτω και αργότερα απέβαλα.» Κατά τη διάρκεια της επίθεσης έχασαν τα πάντα. «Πριν ζούσαμε καλά. Τώρα έχω μείνει μόνο με έξι κατσίκες και ένα γαϊδουράκι.» Η Φαντίλα φτιάχνει και πουλάει τσάι στην τοπική αγορά, όπως και ο άντρας της που μαζεύει επιπλέον και ξύλα για να βγάλει λίγα παραπάνω χρήματα για την οικογένεια. «Είμαι πολύ κουρασμένη. Δουλεύουμε πολύ σκληρά για να ζήσουμε την οικογένειά μας.»

Περήφανοι για το νέο σπίτι
Ο Αχμέτ (Ahmed) και η Νάτζγουα (Najwa) ζουν μαζί με τα τρία παιδιά τους σε μια πρόσφατα χτισμένη πέτρινη καλύβα με ένα κομμάτι πλαστικού καλύμματος για σκεπή που, όμως, δεν καλύπτει όλο το σπίτι. Εγκατέλειψαν το χωριό τους πριν από τέσσερις μήνες. «Το αεροπλάνο ήρθε και μας βομβάρδισε». Από τότε γυρίζουν από το ένα χωριό στο άλλο αναζητώντας ένα μέρος που θα έχει νερό και δουλειά. Ο Αχμέτ είναι πολύ περήφανος για το νέο του σπίτι. «Έχτισα αυτό το σπίτι μόνος μου. Σχεδόν για δύο μήνες ήμασταν άστεγοι. Ζούσαμε σε ένα κατάλυμα στην αγορά.»

Στο νέο τους σπίτι έχουν μόνο μία κουβέρτα που χρησιμοποιούν για στρώμα για όλη την οικογένεια, λίγα μαγειρικά σκεύη και ένα μπιτόνι για νερό. «Είμαστε φτωχοί και θα θέλαμε να είχαμε πιο πολλά πλαστικά καλύμματα.» Η περίοδος των βροχών πλησιάζει και η σκεπή στο σπίτι τους έχει ακόμα μία μεγάλη τρύπα. Το πρόσωπο του Αχμέτ σκοτεινιάζει. «Στο χωριό μου ζούσαμε πολύ καλά. Καλλιεργούσα το χωράφι μου και επίσης δούλευα ως ράφτης. Από τότε που ήρθα εδώ, είμαι άρρωστος με στομαχόπονο και διάρροια.» Όταν τον ρωτάμε τι σκέφτονται να κάνουν όταν σταματήσουν οι συγκρούσεις, ο Αχμέτ είναι απόλυτος: «Δεν έχουμε σχέδια για το μέλλον. Ακόμα και υπάρξει ειρήνη, δε θέλουμε να πάμε πίσω στο χωριό μας. Είμαστε πιο ασφαλείς εδώ και θα μείνουμε. Γι’ αυτό έχτισα σπίτι. Δεν έχω δική μου γη εδώ αλλά θα ήθελα να γίνω γεωργός.»        
 
Δυνατός πόνος
Ο Νουρεντίν (Noureddin) είναι αγρότης και δάσκαλος στο χωριό του, το Κουράν (Quran). Πριν από τέσσερα χρόνια ένοπλοι επιτέθηκαν στο χωριό. «Πήραν τα ζώα μας. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε για ένα χρόνο. Όταν γύρισα πίσω, βρήκα το σπίτι μου κατεστραμμένο. Έπρεπε να χτίσω καινούριο.» Ο Νουρεντίν (Noureddin) καλλιεργεί κεχρί, ζαχαρόχορτο, ντομάτες και μπάμιες. «Δε ζούμε άσχημα αλλά ούτε και καλά. Τουλάχιστον είμαστε ζωντανοί και αυτό είναι που μετράει.» Ο Νουρεντίν παραπονιέται ότι έχει πόνους σε όλο του το σώμα και περιμένει ότι οι ΓΧΣ θα διανείμουν φάρμακα όπως άλλες ανθρωπιστικές οργανώσεις διανέμουν τρόφιμα. «Έχω έναν δυνατό πόνο στην καρδιά. Όλοι οι άνθρωποι εδώ μιλούν με πολύ καλά λόγια για την κλινική γιατί δίνετε φάρμακα.»

«Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ»
Ο Άνταμ είναι πολύ γέρος. Ένα μεγάλο χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του παρ’ όλο που τα μάτια του μοιάζουν θολωμένα από τον καταρράκτη που τον βασανίζει. Έφυγε από το χωριό του πριν από τέσσερα χρόνια. «Μας επιτέθηκαν και έχασα όλα μου τα ζώα: κατσίκες, καμήλες, γαϊδούρια. Όλες οι καλύβες κάηκαν και εγώ ήρθα εδώ με τις δύο μου γυναίκες. Είναι καλύτερα εδώ γιατί είμαστε πιο ασφαλείς.» Ο Άνταμ κατάφερε να εγγραφεί στο συσσίτιο. «Αυτό ήταν πολύ καλό!» Βρισκόταν στο χωριό και όταν οι ΓΧΣ ήρθαν για πρώτη φορά πριν τρεις μήνες για να εκτιμήσουν τις ανάγκες των κατοίκων. «Θυμάμαι το φορτηγό των ΓΧΣ, οπότε όταν το ξαναείδα σήμερα, ήρθα κατευθείαν στην κλινική. Τώρα νιώθω έναν γενικό πόνο στο σώμα μου και τα μάτια μου είναι πολύ κουρασμένα. Τυφλώνομαι.» Για τον Άνταμ δεν υπάρχει προοπτική να γυρίσει πίσω στο χωριό του. «Έχω βολευτεί εδώ. Δεν πρόκειται να φύγω από εδώ, είμαι πολύ γέρος.»

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ