fbpx Δύο γυναίκες μιλούν για τη δοκιμασία τους στην Αγκόλα | msf.gr
prev
next

Languages

  • English
  • Ελληνικά

You are here

Δύο γυναίκες μιλούν για τη δοκιμασία τους στην Αγκόλα

© Cιdric Gerbehaye/MSFΜαρτυρία - Κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι περνούν τα σύνορα της ΛΔ Κονγκό προς την Αγκόλα για να εργαστούν στην επαρχία Λούντα Νόρτε, που είναι πλούσια σε διαμάντια. Από το 2003, ο στρατός της Αγκόλα ανά τακτά διαστήματα απελαύνει κάποιους από αυτούς τους παράνομους μετανάστες πίσω στη ΛΔ Κονγκό. 

Φέτος εκτιμάται ότι 44.000 άνθρωποι έχουν ήδη απελαθεί στη ΛΔ Κονγκό. Κατά τη διάρκεια αυτών των απελάσεων πολλοί στρατιώτες επιδίδονται σε βιασμούς κατά των μεταναστών, κυρίως των γυναικών.

Από τον Οκτώβριο του 2007, οι ομάδες των ΓΧΣ που εργάζονται στην επαρχία του Δυτικού Κασάι, έχουν συλλέξει δεκάδες μαρτυρίες από γυναίκες που απελάθηκαν από την Αγκόλα. Αυτές οι γυναίκες καταγγέλλουν ότι φυλακίστηκαν, βιάστηκαν και χτυπήθηκαν από τους στρατιώτες του στρατού της Αγκόλα πριν απελαθούν στην άλλη πλευρά των συνόρων.

© Cιdric Gerbehaye/MSFΜαρτυρία μίας 39χρονης γυναίκας, μητέρας τριών παιδιών. Έζησε 13 χρόνια στην Αγκόλα και απελάθηκε από τη χώρα τον Νοέμβριο του 2007.
«Είχα πάει στην αγορά με τον γιο μου για να αγοράσουμε ψωμί. Μας συνέλαβαν και μας πήγαν στη φυλακή στο Ντζάζι. Την ίδια ώρα συνελήφθησαν όλοι οι Κονγκολέζοι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Ήμασταν περίπου 350 άνθρωποι. Ήρθαν και μας πήραν φορτηγά σε ομάδες των 50. Έμεινα στο Ντζάζι για πέντε μέρες. Μας κρατούσαν φυλακισμένους όλους μαζί μέσα σε ένα στάβλο αλόγων. Γυναίκες και άντρες μαζί. Παντού τριγύρω είχε στρατιώτες, που μας χτυπούσαν και μας παρακολουθούσαν. Πεινούσαμε και διψούσαμε πολύ. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να κοιμόμαστε. Τα βράδια, έπαιρναν τις γυναίκες για να τις βιάσουν μέσα στο δάσος. Εγώ αρνιόμουν να πάω και για αυτό το λόγο με χτυπούσαν στο κεφάλι και στους ώμους μπροστά σε όλους τους άλλους. Μια φορά, με χτύπησαν τόσο πολύ που έκανα εμετό.

Ο γιος μου ήταν μαζί μου στο Ντζάζι. Μετά μας απέλασαν στο Ντούντο, όπου και χωριστήκαμε τις 4 μέρες που μείναμε εκεί στη φυλακή. Όταν μας έβγαλαν από τη φυλακή, περπατήσαμε όλοι από το Ντούντο στο Καμπουακάλα μέσα από μικρούς δρόμους. Είναι αδύνατο να πάει κανείς εκεί με αυτοκίνητο. Μας χτυπούσαν σα να ήμασταν αγελάδες ή κατσίκες. Στα σύνορα, ο αρχηγός των στρατιωτών με βίασε.
Ξαναβρήκα το γιο μου στο Καμπουακάλα. Περπατήσαμε άλλα 40 χιλιόμετρα μέχρι τα σύνορα της ΛΔ Κονγκό. Εκεί τα πράγματα δεν ήταν βίαια. Κατέγραψαν μόνο το όνομά μου και τίποτα άλλο. Εκεί στα σύνορα είχαν φτάσει και πολλοί άλλοι άνθρωποι, περίπου 50.

Από τότε που είμαι εδώ, δεν έχω βρει τον άντρα μου με τα άλλα δύο μου παιδιά. Κοιμάμαι μέσα σε μία εκκλησία. Μου δίνουν κάτι λίγο να φάω στην εκκλησία, αλλά τίποτα άλλο. Δε μου έχουν δώσει ούτε ένα πιάτο ή ένα πιρούνι. Τώρα περιμένω να έρθει ο άντρας μου και τα παιδιά μου. Μιλήσαμε μία φορά στο τηλέφωνο και μου είπε ότι κρύβονται μέσα στο δάσος.

Δεν έχω μιλήσει στο γιο μου για τις μέρες που ήμουν φυλακισμένη στο Ντούντο, γιατί δε θέλω να με ρωτήσει τι πέρασα εκεί.»

Αυτή η γυναίκα υποφέρει από πόνους στην πλάτη.

© Cιdric Gerbehaye/MSFΜαρτυρία μίας 34χρονης γυναίκας, χήρας μητέρας τεσσάρων παιδιών (τα δύο από αυτά πέθαναν). Έζησε 20 χρόνια στην Αγκόλα και απελάθηκε τον Οκτώβριο του 2007.

«Μία νύχτα, στις δύο η ώρα, άκουσα τα στρατιωτικά φορτηγά να έρχονται και έτρεξα να κρυφτώ στο δάσος. Την επόμενη μέρα, στη μία το βράδυ, οι στρατιώτες ξανάρθαν και με συνέλαβαν. Με χτύπησαν και με έβαλαν μέσα σε ένα φορτηγό. Την ίδια μέρα μάζεψαν όλη τη γειτονιά, 68 άτομα. Μας πήγαν στο Τσάμπα, σε ένα χωριό που το λένε “Λα Φέρμ” και μας έβαλαν σε ένα κελί. Εκεί βρίσκονταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά. Την πρώτη μέρα ένας αστυνομικός με έσυρε έξω από το κελί. Του αντιστάθηκα και άρχισε να με χτυπάει. Μετά με βίασε. Σχεδόν όλες οι γυναίκες στο κελί βιάστηκαν από αστυνομικούς.

Την επόμενη μέρα, με βίασε ένας άλλος αστυνομικός. Τα παιδιά δεν τα πείραξαν, αλλά τις νεαρές γυναίκες ηλικίας από 15 χρόνων και πάνω της βίασαν όλες. Δε μας έδιναν τίποτα να φάμε ή να πιούμε. Στα παιδιά έδιναν λίγο νερό και φαΐ. Τους άντρες δεν τους βίασαν, αλλά τους χτυπούσαν με ζωνάρια.

Οι αστυνομικοί έδωσαν στους άντρες καθαρτικά για να τους προκαλέσουν διάρροια και να ελέγξουν αν είχαν μέσα τους διαμάντια. Εμένα ένας αστυνομικός έβαλε το χέρι του μέσα στον κόλπο μου για να ελέγξει αν είχα κρύψει διαμάντια εκεί. Όταν έβγαλε το χέρι του, αιμορραγούσα.

Μετά από δύο μέρες, μας έβαλαν πάλι σε φορτηγά και μας πήγαν στο Ντούντο. Εκεί ήμασταν 80 άτομα σε ένα κελί, μπορεί και περισσότερα. Μας έδωσαν μπισκότα και γάλα, που έφταναν όμως μόνο για 20 άτομα. Οι άντρες πήραν όλο το φαγητό. Πίναμε νερό από τους σωλήνες αποχέτευσης που περνούσαν από το κελί. Πέρασα μία νύχτα στο Ντούντο. Εκεί με βίασε και άλλος αστυνομικός. Οι αστυνομικοί εκεί μοιράζονταν τις γυναίκες. Ένιωθα τόσο λυπημένη που ήθελα να πεθάνω.

Μέσα στο κελί, κανείς δε μιλούσε. Όλοι έκλαιγαν. Εγώ σκεφτόμουν όλα αυτά τα πράγματα που είχα χάσει στην Αγκόλα. Ένιωθα βαθιά λύπη.

Αφού περάσαμε μια νύχτα στο Ντούντο, μας έβαλαν όλους σε φορτηγά και μας πήγαν στα σύνορα στο Καμάκο. Αφού περάσαμε τα σύνορα, πήγαμε στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για να καταγράψουν τα στοιχεία μας. Μετά πήγα σε μία εκκλησία. Άπλωσα κάτω ένα κομμάτι ύφασμα που είχα μαζί μου και κοιμήθηκα αμέσως. Μετά από τρεις μέρες στο Καμάκο, φύγαμε μία ομάδα για το δάσος, προσπαθώντας να περάσουμε πάλι μέσα στην Αγκόλα για να πάρουμε τα υπάρχοντά μας. Αλλά όταν φτάσαμε στο Τσιτούμντου, μέσα στην Αγκόλα, σε έναν δρόμο που έβγαινε στην πόλη Τσικάπα, πέσαμε πάνω σε πτώματα γυναικών και αντρών. Φοβηθήκαμε μην πέσουμε και εμείς σε καμία ενέδρα και έτσι πήγαμε πίσω στο Καμάκο.

Από τότε, μένω σε μία εκκλησία, όπου μένουν και άλλοι άνθρωποι που έχουν απελαθεί από την Αγκόλα. Δεν ξέρω πώς να φτάσω στην Κινσάσα. Πονάω στα πλευρά μου, εκεί που με χτύπησαν. Δεν θα τολμήσω να ξαναπάω στην Αγκόλα.»

.: Διαβάστε και άλλες μαρτυρίες γυναικών στα αγγλικά. (αρχείο pdf)

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ